«Γρονθοκοπήματα, κλωτσιές και πυροβολισμοί μεταξύ στρατιωτικών στη Βουλή και δη έξω από την αίθουσα συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου;
Όλα θα μπορούσαν να συμβούν (και συνέβησαν, άλλωστε) στην Αθήνα του φθινοπώρου του 1935, αφού επί μία εικοσαετία και πλέον είχε ριζώσει ο σπόρος του Εθνικού Διχασμού ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Κωνσταντινικούς.
Γράφει ο Λάζαρος Λασκαρίδης*
Κι επειδή ο πρώτος έλειπε από την Ελλάδα εκείνο το διάστημα (και δεν επέστρεψε ποτέ αφού πέθανε στο Παρίσι, τη 18η Μαρτίου του επόμενου έτους) και λόγω του ότι ο δεύτερος είχε περάσει στην αιωνιότητα από τις 11 Ιανουαρίου 1923, οι παραδοσιακοί οπαδοί τους πλέον αποκαλούνταν «δημοκρατικοί» και «βασιλικοί» αντίστοιχα.
Και τον Κωνσταντίνο ο θάνατος τον βρήκε στην αλλοδαπή, στο Παλέρμο της Ιταλίας. Διόλου τυχαίο δεν ήταν το εφάμιλλο τέλος των δύο ανδρών. Στο εξωτερικό δεν είχαν βρεθεί για… ιατρικούς λόγους αλλά για πολιτικούς, ως εξόριστοι. Ο βασιλιάς μετά την επικράτηση της Επανάστασης του 1922 κι ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας, για ν’ αποφύγει τη σύλληψη μετά το αποτυχημένο Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.
Λόγω, ακριβώς, αυτού του Κινήματος, οι δυνάμεις που κυβερνούσαν τη χώρα από τις 10 Μαρτίου 1933 (κι ήταν το παραδοσιακά φιλοβασιλικό Λαϊκό Κόμμα του πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη και του Εθνικό Ριζοσπαστικό του –αποσκιρτήσαντος από το δημοκρατικό στρατόπεδο-αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Στρατιωτικών, Γεωργίου Κονδύλη) προετοίμαζαν με τον ένα ή τον άλλο δρόμο, την επιστροφή στο θρόνο του Γεωργίου Β’, ο οποίος είχε υποχρεωθεί –από την επαναστατική κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά-να εγκαταλείψει την Ελλάδα στις 19 Δεκεμβρίου 1923.
Μετριοπαθής Τσαλδάρης
Ο Π. Τσαλδάρης, παρότι ήταν ο κληρονόμος του κόμματος που είχε θρηνήσει το χαμό των ιδρυτών-ηγετών του κατά την «Εκτέλεση των Εξ» (15 Νοεμβρίου 1922), αντιμετώπιζε με μετριοπάθεια την οξύτατη πολιτική διαμάχη της εποχής. Και σίγουρα με μεγαλύτερη μετριοπάθεια από εκείνη του Κονδύλη, ο οποίος λόγω της πολιτικής μετατόπισής του αγωνιούσε για να δώσει τα διαπιστευτήριά του στο στρατόπεδο των βασιλικών και διαγκωνιζόταν με τον αρχηγό του ακόμα μικρότερου (από το δικό του) Κόμμα Ελευθεροφρόνων, Ιωάννη Μεταξά, για το ποιος θα κάνει νωρίτερα δικτατορία και να φέρει πίσω τον βασιλιά!
Οι σχέσεις Τσαλδάρη-Κονδύλη που βάδιζαν σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, ειδικά όταν ο δεύτερος, ο επιλεγόμενος «Κεραυνός» έβλεπε τις μετοχές του ν’ ανεβαίνουν στο χώρο των φιλοβασιλικών μετά τον ενεργό ρόλο του στην αντιμετώπιση του Κινήματος του ’35. Οι σχέσεις αυτές είχαν βρει μια «χρυσή τομή» στο ψήφισμα της Ε’ Εθνοσυνέλευσης (Βουλής) της 10ης Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, με το οποίο διευκρινιζόταν ότι μέχρι τις 15 Νοεμβρίου θα διενεργείτο δημοψήφισμα για την επαναφορά ή όχι της βασιλείας.
Η ανακήρυξη της Προεδρευομένης Δημοκρατίας είχε γίνει με ψήφισμα της Δ’ Εθνοσυνέλευσης στις 24 Μαρτίου 1924, το οποίο είχε επιβεβαιωθεί πανηγυρικά, μερικές μέρες αργότερα (13 Απριλίου) με δημοψήφισμα.
Έκτακτα μέτρα
Κι ενώ η χώρα ζούσε στα απόνερα της (έστω και…αναβράζουσας) θερινής ραστώνης, με τον Τσαλδάρη να κάνει λουτροθεραπεία στο Βίσζε της Βαυαρίας και τον Κονδύλη να παραθερίζει στις αγαπημένες του Σπέτσες, έφθασε η ώρα της επιστροφής και για τους δύο: Ήταν η «σημαδιακή», όπως αποδείχτηκε, 9η Σεπτεμβρίου 1935.
Εκείνο το πρωί, πολύ νωρίς, ο πρωθυπουργός επέστρεψε στη χώρα, αποβιβαζόμενος στα Ίσθμια Κορινθίας, όπου τον υποδέχτηκαν δύο έμπιστοί του υπουργοί, οι Περικλής Ράλλης και Βασίλης Σαγιάς (κατά της παλινόρθωσης του βασιλιά είχε ταχθεί ο πρώτος ενώ και ο δεύτερος –ανεψιός του εκτελεσθέντος, κατά το 1922, ιδρυτή του Λαϊκού Κόμματος Δημητρίου Γούναρη- ήταν μάλλον διαλλακτικός) με τον αρχηγό του Α’ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Χαρίλαο Παναγιωτάκο. Επί τόπου τον ενημέρωσαν ότι επειδή ο Κονδύλης και οι συν αυτώ ετοιμάζονταν να επαναφέρουν δια πραξικοπήματος (σ.σ. μέχρι τότε ο Π. Τσαλδάρης δεν είχε εκδηλωθεί επίσημα για τη στάση που θα τηρούσε στο δημοψήφισμα) τον Γεώργιο Β’, είχαν προχωρήσει στη λήψη εκτάκτων μέτρων. Συγκεκριμένα ο Σωματάρχης αντιστράτηγος είχε αντικαταστήσει διοικητές Συνταγμάτων της Αττικής κι είχε θέσει σε επιφυλακή νευραλγικές στρατιωτικές μονάδες. Αυτά, φυσικά, ερήμην του Κονδύλη που ήταν ο αρμόδιος υπουργός.
Λίγο μετά τις 11 το πρωί κι ενώ ο Κονδύλης έφθασε στον Πειραιά, όπου πληροφορήθηκε τις αντικαταστάσεις και την επιφυλακή, μετέβη στην Κηφισιά, όπου συνάντησε τον ευρισκόμενο, πλέον, στην οικία του Τσαλδάρη.
Εκεί, έξαλλος πια ο αντιπρόεδρος, ζήτησε από τον πρωθυπουργό να ξεκαθαρίσει τι θα πράξει με το θέμα του δημοψηφίσματος. Εκείνος του απάντησε ότι εντός της ημέρας θα συγκαλούσε το Υπουργικό Συμβούλιο, όπου θ’ ανακοίνωνε την ακριβή ημερομηνία διενέργειας του δημοψηφίσματος καθώς και τη θέση του υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας. Παράλληλα, ο Κονδύλης ζήτησε ν’ αντικαταστήσουν τον Χ. Παναγιωτάκο, διότι σε διαφορετική περίπτωση εκείνος θ’ αποχωρούσε από την κυβέρνηση. Ο Τσαλδάρης, όμως, δεν έδειχνε διάθεση ν’ αποχωριστεί τον έμπιστό του Σωματάρχη κι οι δύο συνομιλητές συμφώνησαν να συζητήσουν ξανά το θέμα.
Διάταξη μάχης
Αμέσως μετά, ο Κονδύλης μετέβη στο Υπουργείο Στρατιωτικών, όπου κάλεσε τον αντιστράτηγο και του ζήτησε να του υποβάλλει την παραίτησή του. Όμως εκείνος, όχι μόνο αρνήθηκε (λέγοντάς του ότι τοποθετήθηκε στη θέση του από το Υπουργικό Συμβούλιο κι όχι από τον ίδιο) αλλά, αναχωρώντας από εκεί, έλαβε κι άλλα μέτρα άμυνας. Διέταξε τρεις λόχους πεζικού και πυροβολαρχίες στους λόφους της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου, άλλους άνδρες στο Ζάππειο και δυνάμεις του Ιππικού κοντά στο Α’ Σώμα, που έδρευε στην Πλάκα, απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Σε απάντηση των κινήσεων αυτών, ο Κονδύλης κινητοποίησε δυνάμεις της Αεροπορίας (ο αρμόδιος υπουργός, Παναγιώτης Νικολαΐδης, γινόταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης του) κι όσες μικρές επιρροές διέθετε στο Α’ Σώμα.
Άφιξη Κονδύλη
Στις 7 το απόγευμα ο Π. Τσαλδάρης συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο, στη συνεδρίαση του οποίου δεν προσήλθε ούτε ο Κονδύλης, ούτε ο υφυπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Ροδόπουλος (αδελφός του συγγραφέα Μ. Καραγάτση και μετέπειτα, επί κυβερνήσεων ΕΡΕ, πρόεδρος της Βουλής), ο οποίος ήταν πληρεξούσιος (βουλευτής) του κόμματός του κι απόλυτα ελεγχόμενος από εκείνον.
Ο πρωθυπουργός ζήτησε να κληθεί ειδικά ο Κονδύλης στη συνεδρίαση, ο οποίος μετά από μια ώρα διαβουλεύσεων, έφτασε τελικά εκεί από το γειτονικό Υπουργείο Στρατιωτικών. Το Υπουργικό συνεδρίαζε στη Βουλή ενώ το εν λόγω Υπουργείο στεγαζόταν στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και (σημερινής) Βασιλίσσης Σοφίας.
Μπαίνοντας αποφασισμένος στη συνεδρίαση ο Κονδύλης, ανακοίνωσε ότι ουσιαστικά έχει παύσει να είναι μέλος της κυβέρνησης, αφού εν αγνοία του υπήρχαν μετακινήσεις στρατιωτικών, οι οποίες είχαν την πλήρη συνηγορία του πρωθυπουργού.
Ο Π. Τσαλδάρης «αγοράζοντας πολιτικό χρόνο», αντί ν’ αποδεχτεί την παραίτηση, ζήτησε να κληθεί στη συνεδρίαση ο Χ. Παναγιωτάκος. Ο Σωματάρχης έφθασε εκεί στις 9 το βράδυ, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του Κωνσταντίνο Δαβάκη (τον μετέπειτα ήρωα του β’ παγκοσμίου πολέμου) αλλά κι από τον αδελφό του Παναγιώτη Παναγιωτάκο, πληρεξούσιο Πειραιώς του Λαϊκού Κόμματος και πατέρα του υφυπουργού Εξωτερικών (1972) της δικτατορικής κυβέρνησης του Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Η επίθεση στον Δαβάκη
Οι συνοδοί του παρέμειναν στον προθάλαμο της αίθουσας συνεδριάσεων, όπου στο μεταξύ κατέφθασε εκεί ο προσωπάρχης του Υπουργείο Στρατιωτικών, συνταγματάρχης Μαυρομμάτης, ο οποίος είχε την πληροφορία ότι το Σύνταγμα Τριπόλεως με εντολή του Α’ Σ.Σ., το οποίο είχε τότε υπό τις διαταγές του ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα, είχε επιβιβαστεί εκτάκτως σε σιδηρόδρομο κι ανέμενε νέα διαταγή για να μεταφερθεί στην Αθήνα.
Αναστατωμένος ο Κονδυλικός Μαυρομάτης, άρχισε στον προθάλαμο να καταφέρεται κατά του Χ. Παναγιωτάκο και τη στιγμή εκείνη ο Δαβάκης του είπε ότι «ο κ. συνταγματάρχης δεν είναι εν τάξει καταφερόμενος κατά του Σωματάρχου του».
Με αυτό, η «αρχή του κακού», είχε, ήδη, γίνει!
«Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάμω» του απάντησε κι ο Δαβάκης, ανταπάντησε «αύριο θα τα ξαναπούμε». Τότε ο Μαυρομάτης εγρονθοκόπησε τον Δαβάκη, με αποτέλεσμα οι δύο αξιωματικοί να…έλθουν στα χέρια, φωνασκώντας.
Οι φωνές έφτασαν στ’ αυτιά του υπασπιστή του Κονδύλη και διοικητή του Λόχου Φρουράς του Υπουργείου Στρατιωτικών, που έδρευε στο χώρο της Βουλής, υπολοχαγού Λουκίδη.
Εκείνος, αφού διέταξε τους άνδρες του να οπλιστούν και να τον ακολουθήσουν, πήρε το περίστροφό του στο χέρι και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου, από την οποία εξήρχετο εκείνη τη στιγμή, λόγω των φωνασκιών, και ο Χ. Παναγιωτάκος. Βλέποντάς τον ο Λουκίδης άρχιζε σε μια κίνηση εντυπωσιασμού να φωνάζει «μας σκοτώσατε τον πρόεδρο (σ.σ. Κονδύλη) κακούργοι», ο ίδιος αγκάλιασε τον Σωματάρχη για να τον ακινητοποιήσει και κάλεσε τους στρατιώτες του να ξεκινήσουν πυροβολισμούς.
Υπολοχαγός, Λουκίδης
Ο Χ. Παναγιωτάκος κατάφερε ν’ απεγκλωβιστεί από τον Λουκίδη αλλά από τις σφαίρες των ανδρών του Λόχου Φρουράς τραυματίστηκε στο πρόσωπο ενώ ο αδελφός του όταν πήγε ν’ αποσπάσει το όπλο από έναν στρατιώτη, η λόγχη αυτού τον βρήκε στον αριστερό του γοφό, κοντά στο ισχίο.
Η όλη κατάσταση προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, τη διάλυση της συνεδρίασης, από την οποία εξήλθε ο Κονδύλης ζητώντας με περισσό ύφος «κατάπαυσιν του πυρός» κι αναχώρησε από το κτίριο, χωρίς καν να πάει κοντά στους τραυματισμένους αδελφούς Παναγιωτάκου.
Ταγματάρχης, Δρακόπουλος
Η έκθεση του φρούραχου
Ο φρούραρχος της Βουλής, Δρακόπουλος, στο πλαίσιο της τακτικής ανάκρισης που διεξήχθη για τα έκτροπα της 9ης Σεπτεμβρίου, κατέθεσε έκθεση στην οποία περιέγραφε:
«Την στιγμήν ταύτην ησθάνθην εις το αριστερόν πλευρόν μου πίεσιν ξιφολόγχης, στρέψας δε είδον τον υπολοχαγόν Λουκίδην ένοπλον και λέγοντα εις τον στρατηγόν: «Mας σκοτώσατε τον Πρόεδρο. Στρατιώται , εμένα να ακούετε». Ο στρατηγός, επωφεληθείς της στροφής μου , εξήλθεν εις τον διάδρομον και ευρέθη μεταξύ εμού αριστερά, του Λουκίδου δεξιά και των στρατιωτών έμπρσθεν , ους εξηκολούθει να καθησυχάζη. Ο Λουκίδης πλησιάσας τον στρατηγόν είπε προς τους στρατιώτας : «Συλλάβατε τον στασιαστήν στρατηγόν». Ο στρατηγός (σ.σ. Χ. Παναγιωτάκος), απωθήσας τον Λουκίδην και αντιληφθείς τότε μόνον φαίνεται τον κίνδυνον ,ωπισθοχώρησε προς την θύραν , πράγμα όπερ έκανε τον Λουκίδην να διατάξη πυρ και ηκούσθη μία ομοβροντία. Αν επυροβόλησε και ο υπολοχαγός ούτος, δεν αντελήφθην , ουδέ αντελήφθην πως ετραυματίσθη και που ευρίσκετο ο πληρεξούσιος Παναγιωτάκος .
Ο στρατηγός ευρίσκετο εκείνην την στιγμήν μεταξύ εμού , του αντισυνταγματάρχου Δαμασκηνού , του υπουργού Περικλή Ράλλη και τινων άλλων , ους δεν ενθυμούμαι. Αντιληφθέντες δε τα τραύματά του , τον μετεφέραμεν , παρά την θέλησίν του, εις τον προθάλαμον , διότι φαίνεται ότι είχεν ιδή τον αδελφόν του. Θα ελάμβανον ασφαλώς χώραν θλιβερώτερα γεγονότα, αν μη ενεφανίζετο εις την θύραν ο κ. υπουργός των Στρατιωτικών και διέτασσε την αποχώρησιν της φρουράς .Εις επιτίμησιν προς τον Λουκίδην , έλαβε την απάντησιν:
-Kύριε Πρόεδρε , μου είπαν ότι σε αιχμαλώτισαν και σε σκότωσαν».
Οι τραυματισθέντες μετεφέρθησαν εις την κλινικήν , το δε Υπουργικόν Συμβούλιον εσυνέχισε την συνεδρίασιν εις την οικίαν του πρώην υπουργού κ. Λόντου».
Παναγής Τσαλδάρης
Εκεί στο σπίτι του Δημητρίου Λόντου, ο Τσαλδάρης εμφανίστηκε «με κατεβασμένα τα φτερά». Ο Κονδύλης κέρδισε την παρτίδα, όπως φάνηκε κι από την κυβερνητική ανακοίνωση που εκδόθηκε:
«Εξ αφορμής κινήσεων τινών το Α’ Σ.Σ. διέταξε μέτρα λόγω των οποίων ο κ. υπουργός των Στρατιωτικών υπέβαλε την παραίτησίν του. Το Υπουργικόν Συμβούλιον συγκληθέν εκτάκτως εξήτασε τα πράγματα, εκ της εξετάσεως δε ταύτης επείσθη ο κ. υπουργός των Στρατιωτικών και αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως όπως παραμείνη εν αυτή διότι οι λόγοι της παραιτήσεώς του απεδείχθησαν οφειλόμενοι εις παραξήγησιν. Κατά την διάρκειαν της συνεδριάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου εις τους διαδρόμους της Βουλής, προεκλήθη ανησυχία προς κατευνασμόν της οποίας επενέβη η Φρουρά, ετραυματίσθη δε ελαφρώς ο στρατηγός κ. Παναγιωτάκος εξελθών εις τον διάδρομον όπως επαναφέρη την τάξιν. Λόγω του τραυματισμού του κ. Παναγιωτάκου ανετέθη η διοίκησις του Α’ Σ.Σ. εις τον στρατηγόν κ. Παπάγον, όστις και ανέλαβε ταύτην»!
Ο Γεώργιος Κονδύλης
Ένα μήνα μετά (10 Οκτωβρίου) ο Κονδύλης με πρωτεργάτη τον Αλέξανδρο Παπάγο (τον μετέπειτα στρατάρχη και πρωθυπουργό) ανέτρεψε τον Τσαλδάρη. Ανέλαβε ο ίδιος καθήκοντα πρωθυπουργού και αντιβασιλέως και με συνοπτικές διαδικασίες (νόθο δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935 που έδωσε στο θρόνο ποσοστό… 97,88%) επανέφερε τον Γεώργιο Β’!»
*Το κείμενο του Λάζαρου Λασκαρίδη, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Παρασκήνιο» της 16ης Σεπτεμβρίου 2017.